η πιο ωραία βόλτα της κυριακής που ξεκινάω με στόχο το δέντρο
Σκέφτομαι & Γράφω

Ιστορία Νο1: Της Κυριακής, η πιο ωραία βόλτα

Της Κυριακής η πιο ωραία βόλτα! Για αυτήν θα είναι η πρώτη μου ιστορία στο blog.

Άνοιξε ο καιρός και ποιος μας πιάνει. Μας βλέπω να γυρίζουμε την πόλη όλη με τα πόδια προκειμένου να νιώσουμε λίγο ελεύθεροι. Ίσως είμαι και η μόνη που δεν έχω μια εφαρμογή να μετράει αποστάσεις , βήματα και θερμίδες.  Όχι ότι δεν είχα. Είχα και παραείχα στην πρώτη quarantine (πολύ μου αρέσει να το λέω με προφορά). Τότε που ανακαλύψαμε τα πάντα και ό,τι εφαρμογή μπορούσε να μετρήσει και τις ανάσες μας  την είχαμε εγκαταστήσει. Τώρα βετεράνα πια δε χρησιμοποιώ τίποτα παρά μόνο μουσικούλα. Βαρέθηκα να μετράω και τα βήματά μου για να είμαι ειλικρινής, το βρίσκω πιο ενδιαφέρον να υπολογίζω με βάση την ώρα που περπατάω και δεν πειράζει ας είναι στο περίπου. Εντάξει θα μου πεις στην εφαρμογή έχεις και τις θερμίδες που καις και έτσι ξέρεις όταν γυρίσεις τι θα προτιμήσεις, μια μπανάνα ή ένα κομμάτι πίτσα; Βαρέθηκα να σκέφτομαι και αυτό, δηλαδή το τι θα φάω, άσε που κάνω διατροφή διότι κάθε γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της Μάρτιο – Απρίλιο ξεκινάει διατροφή, γυμναστική και ό, τι προλαβαίνει ενόψει του καλοκαιριού. Για τον πανικό του καλοκαιριού θα μιλήσουμε σε άλλο κεφάλαιο. Με αυτήν την ψυχολογία εξεκίνησα και εγώ τη βόλτα μου Κυριακή απόγευμα. Που να ‘ξερα ότι θα ήταν η πιο ωραία βόλτα!

Είπα να συνδυάσω γυμναστική με εκτόνωση στη φύση και ήταν από αυτές τις φορές που γέμισε το μέσα μου και φούσκωσα σαν μπαλόνι από χαρά. Στο τέλος της ημέρας σαν να μου περίσσεψε το οξυγόνο να δώσω και τους δίπλα.

Μια γύρα μεγάλη, στη μισή πόλη, δηλαδή στον πάνω μαχαλά και είδα όσα θα ήθελα να δω για να βάλω φτερά στα πόδια μου και να μην καταλάβω πώς πέρασαν δύο ώρες. Εντάξει δεν περπατούσα συνεχόμενα, λούφαρα όπου έβρισκα ευκαιρία, αλλά ήταν δυο ώρες ή περίπου δυο ώρες.  

η πιο ωραία βόλτα αυτή της κυριακής με τη φύση να βρίσκεται παντού.

Ξεκινώντας να κάνω μια συνηθισμένη διαδρομή με τα ακουστικά στα αυτιά και με φόρα ελευθερίας και χαράς, άρχισα πολύ γρήγορα να βαριέμαι. Άλλαζα τα τραγούδια στα αυτιά μου αλλά δεν έβρισκα κάτι που να μου δώσει ώθηση. Ο ήλιος εντωμεταξύ λαμπερός, αστραφτερός, φωτεινός και όσα άλλα επίθετα σκεφτείτε σας επιτρέπω να τα προσθέσετε. Εγώ από την άλλη μουντή, ξενερωμένη και κάπως κουρασμένη και ωχ τώρα που πάω, και βωχ να μην πάω μέχρι το δέντρο και όποια δικαιολογία σκεφτείτε σας αφήνω επίσης να την προσθέσετε.

Ξαφνικά μετά το 1ο χιλιόμετρο απλώνονται κάτι χωράφια αριστερά και δεξιά και κάπως ομορφαίνει το οπτικό μου πεδίο. Βλέπω δεξιά τρία κορίτσια γύρω στα 15 μέσα στα χορτάρια, ντυμένα, σινιαρισμένα να χορεύουν, να γελάνε και να βγαίνουν φωτογραφίες. Χαμογελάω με τη μία και σκέφτομαι τι ωραία ηλικία για τρέλες. Ό,τι και να κάνεις σε αυτή την ηλικία δικαιολογείται. Εντωμεταξύ κάτι άρχισε μέσα μου να συνέρχεται. Έκλεισα τη μουσική και άκουγα τους ήχους από τη φύση και όποιον άλλον βρισκόταν μέσα της.

Πιο πέρα αριστερά καταπράσινα λιβάδια και κάτι παιδιά να στήνουν πικ νικ. Όσο πλησιάζω χαίρομαι τόσο που ακούω φωνές και γέλια. Φτάνω πιο κοντά και σκέφτομαι ότι κάτι μου θυμίζει εκείνο το κορίτσι με το κοντομάνικο. Μετράω τα άτομα, όσα και η παρέα της Κατερίνας. Λέω από μέσα μου «λες;». Κοιτάω πιο προσεκτικά και ακούω «Φεύγεις, φεύγεις, πες χρόνια πολλά στην Ελεάνα και φεύγεις». «Φεύγω φεύγω, δεν σας είδα, δεν με είδατε».

Η γνωστή παρέα στο πικ νικ. Μου έδωσε μία φωτογραφία να δημοσιεύσω, που δεν θα φαίνονται καθαρά. Επίσης η σακούλα η κίτρινη κλέβει την παράσταση διότι φωσφορίζει.
Σκέψου όμως να προχωράς και το μάτι σου κάπου στο βάθος να πιάνει αυτή την εικόνα!!!

Μα τι φάση και αυτή στην εφηβεία που σε διώχνουν άμα τη εμφανίσει σου. Στην ίδια πόλη ζούμε μαντάμ, περιφερόμαστε γύρω τριγύρω, τι να κάνουμε; Θα αλλάζουμε δρόμους; Άκουσον άκουσον το δεκαεξάχρονο. Έχε χάρη που σέβομαι την εφηβεία σου. Αυτά τα είπα από μέσα μου καθώς συνέχιζα το δρόμο μου.

Καμάρωσα το παιδί μου, την παρέα του, ζήλεψα την ξενοιασιά τους, χάρηκα με τα γέλια τους, φούσκωσα σαν παγώνι και λες και έβαλα ροδάκια στα πόδια. Έφτασα στο δέντρο και άρχισα να κατηφορίζω από τον άλλον δρόμο, μην ξανασυναντηθούμε με το Κατερινιώ και την καταπιούν τα χορτάρια.

Κατεβαίνοντας περνάω μπροστά από το σπίτι της γιαγιάς μου, ετών 95. Χτυπάω και μου ανοίγει ο μπαμπάς μου. Μπαίνω με μάσκα και από μακριά. Η γιαγιά με οξυγόνο εδώ και 3 χρόνια, με πόνους παντού, πρησμένα πόδια, κουφή αλλά σηκώνεται και κάθεται στον καναπέ. Ρωτάει και ας μην ακούει τι της απαντάω. Αυτή επικοινωνεί με τον τρόπο της και εγώ έχω πάθει πλάκα με την επιδερμίδα τσίτα στα 95. Με κοιτάει στο στόμα και προσπαθεί να καταλάβει τι λέω και εγώ σοκαρισμένη από τη φράπα, χαϊδεύω το πρόσωπό μου και αναρωτιέμαι τι λάθος κάνω και σαφρακιάζω. Εκτός και αν μετά από μια ηλικία μηδενίζεις και ξαναμετράς από την αρχή. Την αποχαιρετώ λίγο πριν πάθω κατάθλιψη αλλά με μια χαρά που την είδα και ας τη ζήλεψα.

Το παίρνω όλο ευθεία. Κάτω από το πατρικό μου σπίτι, στην είσοδο της πολυκατοικίας, δύο φίλοι μου από πάντα, συζητάνε μεταξύ τους. Τους βλέπω από μακριά και σκέφτομαι ότι θα ξεσηκώσουμε τη γειτονιά αν σταματήσω και αρχίσουμε να μιλάμε. Γελάω πριν πλησιάσω γιατί ξέρω ότι η ατάκα και η βλακεία θα πάνε σύννεφο. Όσο καιρό και να έχεις να τους δεις του φίλους από τα παλιά, είναι πάντα το ίδιο. Λίγο πριν ξεφτιλιστούμε στη γειτονιά φεύγω γιατί αρχίζει να σκοτεινιάζει και ίσα ίσα θα προλάβω να επιστρέψω.  

Καθώς γυρίζω πια και έχω πεινάσει, έχω διψάσει και ό,τι άλλο μπορείς να σκεφτείς, πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελάει μόνος του με σκέψεις και εικόνες. Γέμισε το μάτι μου, γέμισε η ψυχή μου, γέλασα, μίλησα, ζήλεψα και όταν έφτασα σπίτι ήμουν κομμάτια που σημαίνει ότι γυμνάστηκα κιόλας. Η πιο ωραία βόλτα ever.

Όταν βγείτε ξανά έξω, ρίξτε μια ματιά γύρω σας, είμαι σίγουρη ότι θα βρείτε λόγους να χαμογελάσετε, να γελάσετε, να ζηλέψετε, να θαυμάσετε και να κάνετε και εσείς την πιο ωραία σας βόλτα!

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *